-
1 ἄγω
ᾰγω (ἄγεις, -ει, -οντι; -οις, -οι; -ων, -οντ(α), -οντες; -ειν. aor. ἄγᾰγε(ν), γᾰγον; ᾰγᾰγών, -όντα; ᾰγᾰγέν (v. l. ἀγαγεῖν). impf. ᾰγεν, ἆγε(ν), ἆγον. fut. ἄξοισι; ἄξοντ(α): med. ἀγέσθω.)1a bring (persons, things) οὐδὲ ματρὶ φῶτες γαγον (sc. σέ.) O. 1.46μιν ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ O. 3.29
ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.49
δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
“ τὸν μὲν ἀμνάσει νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν (v. 1. ἀγαγεῖν.) P. 4.56 “ δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
οὐ τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
ἄνδρες τοὺς Ἀριστοτέλης ᾰγαγε ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων N. 7.41
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ᾰγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.28 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4.ὧραί τε Θεμίγονοι ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.103
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
( Φοῖνιξ)· ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι fr. 183.b drive τὸν ( θησαυρὸν ὕμνων)οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.13
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (sc. Κάρρωτος.) P. 5.36c bestowαἰὼν δ' μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων γαγον O. 2.51
ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.87
κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.66
Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
met., τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς (sc. ταῖς Συμπληγάσι)ἡμιθέων πλόος γαγεν P. 4.211
d med. take away “ ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.2302a guide, be one's guide ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ( ποίνιμος coni. Spiegel.)ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει Μοῖρα N. 11.42
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί ( πάντας sc.: Boeckh, Wil. preferred to understand τὸ βιαιότατον as ἀπὸ κοινοῦ with ἄγει and δικαιῶν.) fr. 169. 3.b guide in various senses, (α) c. pred. adj. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν. i. e. uphold P. 6.20 (β) employνόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς. (v. αἰσχίων.) I. 7.22 (γ) wage, carry on “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ.” P. 9.31c in tmesisἐπάγω O. 2.37
ἀνάγω I. 6.62
d frag. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. -
2 βίοτος
βῐοτος (-ου, -ῳ, -ον)1 lifeλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
λέγοντι βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.29
ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
ἀπήμαντον ἄγων βίοτον O. 8.87
ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98
θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (Donaldson: βίου codd.) I. 4.5 [ ἑλίσσων βιότου πόρον codd.: βίου Tricl.) I. 8.15] ]το βιότωλτ;ιγτ; φαος[ (Wil.: βροτῷ Lodi: cf. O. 10.23) ?fr. 334a. 7. -
3 ἄγω
Aἄγεσκον Hdt.1.148
, A.R.1.849: [tense] fut.ἄξω Il.1.139
, etc.: thematic [tense] aor. imper.ἄξετε Il.3.105
, inf. ἀξέμεναι, -έμεν, Il.23.50, 111: [tense] aor. 2ἤγαγον Il.6.291
, etc., opt.ἀγαγοίην Sapph.159
: [tense] aor. 1 ἦξα rare, , part.ἄξας Batr. 119
, inf. : [tense] pf. (Abu Simbel, vii/ vi B. C.), Plb.3.111.3, ([etym.] προ-) D.19.18, ([etym.] συν-) X.Mem.4.2.8; (Sigeum, iii B.C.), etc., [dialect] Dor.συν-αγάγοχα Test.Epict.3.12
; , J.BJ1.30.1, Alex.Fig.1.11, etc. (also in compds., ([etym.] εἰσ-) Ps.-Philipp. ap. D.18.39, ([etym.] κατ-) Decr.ib.73);ἀγείοχα PTeb.5.193
(ii B. C.), etc.; ἀγέωχα ([etym.] δι-) CIG4897d (Philae, i B. C.), PTeb.5.198 (ii B. C.), etc.: [tense] plpf.ἀγηόχει Plb.30.4.17
:—[voice] Med., [tense] fut.ἄξομαι Hom.
, Hdt., Trag.: them. [tense] aor. 1ἄξοντο Il.8.545
, imper. ἄζεσθε ib. 505: also ἀξάμην ([etym.] ἐσ-) Hdt.5.34, ([etym.] προεσ-) 1.190, 8.20: [tense] aor.2ἠγαγόμην Hom.
, etc., [ per.] 2sg. (Cret.):—[voice] Pass., [tense] fut. , ([etym.] προσ-) Th.4.87, etc.; ἄξομαι in pass. sense, A.Ag. 1632, Pl.R. 458d, ([etym.] προσ-) Th.4.115, etc.: [tense] aor. 1ἤχθην X.An.6.3.10
, [dialect] Ion.ἄχθην Hdt.6.30
, part.ἀχθείς Hippon. 9
: [tense] pf. ἦγμαι Hdt 2.158, D.13.15; also in med. sense, v. infr. B.2.I lead, carry, fetch, bring, of living creatures, φέρω being used of things,δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι.. γυναῖκα, καὶ τρίποδα.. φέρειν Il.23.512
; βοῦν δ' ἀγέτην κεράων by the horns, Od.3.439; ἄ. εἰς or πρὸς τόπον, poet. also c. acc. loci, νόστοι δ' ἐκ πολέμων ἀπόνους (sc. ἄνδρας).. ἆγον οἴκους A.Pers. 863
(lyr.);Ἅιδας.. ἄγει τὰν Ἀχέροντος ἀκτάν S.Ant. 811
(lyr.);ἄ. τινά τινι Od.14.386
;ἵππους ὑφ' ἅρματ' ἄ. 3.476
, cf. A.Pr. 465.b part. ἄγων taking,στῆσε δ' ἄγων Il.2.558
, cf. Od.1.130, S.OC 1342, etc.2 take with one,ἑταίρους Od.10.405
, cf. S.OC 832, etc.; τι Il.15.531, Hdt.1.70; of a wife, A.Pr. 559 (lyr.) (more usu. [voice] Med., q.v.).3 carry off as captives or booty, Il.1.367,9.594, A. Th. 340, etc.;ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα Hdt.6.30
; ἀγόμενος, i.e. δοῦλος, Archil.155, cf. E.Tr. 140, Pl.Lg. 914e; Δίκην ἄγειν to lead Justice forcibly away, Hes.Op. 220;ἡ ἐπιθυμία ἄγει Arist.EN 1147a34
; of a fowler,φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει S.Ant. 343
: esp. in phrase ἄ. καὶ φέρειν harry, ravage a country, first in Il.5.484 οἷόν κ' ἠὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν, cf. 23.512 sq.; freq. in Hdt. and [dialect] Att. Prose:—in [voice] Pass.,ἀγόμεθα, φερόμεθα E.Tr. 1310
, cf. Ar.Nu. 241: more rarely reversed,φέρουσί τε καὶ ἄγουσι Hdt. 1.88
;ἔφερε καὶ ἦγε πάντας Id.3.39
: c. acc. loci,φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα X.HG3.2.2
; ib.5; ἄ. alone, ravage, IG9(1).333 ([dialect] Locr., v B. C.): —but φέρειν καὶ ἄγειν sts. means simply bear and carry, bring together, Pl.Phdr. 279c; τὴν ποίησιν φέρειν τε καὶ ἄγειν, i.e. bring it into the state, Id.Lg. 817a, cf. X.Cyr.3.3.2.4 ἄ. εἰς δίκην or δικαστήριον, ἐπὶ τοὺς δικαστάς to carry one before a court of justice, freq. in [dialect] Att.,πρὸς τὴν δίκην ἄ. E.Fr. 1049
;ὑπ' ἐπίγνωσιν ἀχθῆναι PTeb.28.11
(ii B. C.); simply , etc.;ἐπὶ θανάτῳ ἄ. X.An.1.6.10
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε Ev.Matt.10.18
, cf. PTeb.331.16 (ii A.D.);φόνου ἄγεσθαι Plu.2.309e
.b [voice] Pass., to be confiscated, τὰ κτήνη ἀχθήσεται πρὸς τὰ ἐκφόρια (to meet the rent) PTeb.27.75 (ii B. C.).5 of ships, carry as cargo, import, [ οἶνον]νῆες ἄγουσι Il.9.72
, etc.; ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι (i.e. σύν οἱ) Od.14.296.6 draw on, bring on,πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες Il.24.547
;Ἰλίω φθοράν A.Ag. 406
(lyr.);τερμίαν ἁμέραν S.Ant. 1330
(lyr.); ; ; .II lead towards a point, lead on,τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε Il.13.602
;κῆρες ἄγον θανάτοιο 2.834
;οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις S.El. 1035
: also c. inf., ἄγει θανεῖν leads to death, E.Hec.43: c. acc. cogn.,ἄγομαι τάνδ' ἑτοίμαν ὁδόν S.Ant. 877
(lyr.); ὁδὸς ἄγει the road leads, Heraclit.71, S.OT 734, Tab.Heracl.1.16, etc.: metaph., tend,ἐπὶ τὸ ἄκρον Pl.Lg. 701e
.2 lead, guide, esp. in war,λαόν Il.10.79
; ἄ. στρατιάν, ναῦς, etc., Th.7.12, 8.59, etc., cf. X.An.4.8.12; henceabs., march,θᾶσσον ὁ Νικίας ἦγε Th.7.81
, cf. X.HG4.2.19, etc.: simply, go,ἄγωμεν Ev.Marc. 1.38
; of the gods, etc., guide, Pi., Hdt., etc.;ἐπ' ἀρετήν E.Fr. 672
;διὰ πόνων ἄγειν τινά Id.IT 988
.3 manage,νόῳ πλοῦτον Pi.P.6.47
;πολιτείαν Th.1.127
; τὴν σοφίαν conduct philosophical inquiry, Pl.Tht. 172b; of reasoning,ἀγαγεῖν τοὺς λόγους Arist.APr. 47a21
; εἰς τὸ ἀδύνατον ἄ. ib. 27a15 (v.l. ἀπάγοντας):—[voice] Pass., to be led, guided, ; .5 bring up, train, educate,ἀγόμενοις ὀρθῶς Pl.Lg. 782d
;ἤχθη τὴν λεγομένην ἀγωγήν Plu.Ages.1
; of animals, train, X.Mem.4.1.3.6 reduce,ἐς βραχὺ τὴν ἀρχήν Hp. VM1
;ἐς τὸ ἥμισυ Id.Mul.1.78
; of propositions,εἰς ῥᾳδιξστέραν κατασκευήν Papp.1076.6
.III draw out in length, τεῖχος ἄ. to draw a line of wall, Th.6.99;μέλαθρον εἰς ὀρόφους AP9.649
(Maced.);ὄγμον ἄ. Theoc.10.2
; ἄ. γραμμάς to draw lines, Arist.Top. 101a16; ἤχθωσαν κάθετοι let perpendiculars be drawn, Mete. 373a11; ἄ. ἐπίπεδον describe a plane, Archim.Sph.Cyl.1.7, etc.:—[voice] Pass.,ἦκται ἡ διῶρυξ Hdt.2.158
, cf. Th.6.100; κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς, i.e. when the land forms a bight, Hdt.4.99.IV hold, celebrate, Ἀπατούρια, ὁρτήν, Hdt. 1.147, 183 (more usu. ἀνάγειν); freq. in [dialect] Att.,ἄ. ἀγῶνα IG1.53.33
;θυσίαν, θεωρίαν Isoc.19.10
; ; , cf. LXX To.11.19 ([voice] Pass.);ἐκκλησίαν Plu.Aem.30
:—[voice] Pass.,ἀγοραῖοι ἄγονται Act.Ap.19.38
.2 keep, observe a date,ἄ. τὴν ἡμέραν ταύτην πάντα τὸν χρόνον Th.5.54
, cf. Men.521;κατὰ σελήνην τὰς ἡμέρας Ar.Nu. 626
; reckon,τοὺς ἐνιαυτοὺς καθ' ἥλιον Gem.8.6
.3 keep, observe,ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν Pi.P. 6.20
;σπονδὰς ἄ. πρός τινας Th.6.7
; , etc.: c. acc., as periphr. for a neut. Verb, σχολὴν ἄγειν, = σχολάζειν, E.Med. 1238, Pl.R. 376d; ἡσυχίαν ἄ., = ἡσυχάξειν, X.An.3.1.14;ἄ. ἀπαστίαν Ar. Nu. 621
; κρύψιν ἄ., of stars betw. setting and rising, Autol.2.9; keep up, sustain, maintain,νεῖκος Pi.P.9.31
; γέλωτ' ἄγειν to keep laughing, S.Aj. 382;ἄ. κτύπον E.Or. 182
(lyr.); with predicate, maintain,ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα D.9.36
.4 of Time, pass,ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87
; ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; S.El. 266;ὁ βίος οὑμὸς ἑσπέραν ἄγει Alex.228
, cf. ὥραν ἄγειν to be ripe,τῆς γαστρὸς ὥραν ἀγούσης Philostr.VA2.14
; ὥραν ἦγε θανάτου Chor.p.38B.;τῆς ἡλικίας ἄγον τὸ ἄνθος Id.p.53
B.;τέταρτον ἔτος ἄγων καὶ τριακοστόν Gal.Lib. Propr.1
.V hold account, treat,ἄ. ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς Pi.I.7(6).22
; ἐν τιμῇ ἄγειν or ἄγεσθαι, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἄ., περὶ πλείστου ἄ., Hdt.1.134, 2.172, 9.7, etc.; θεοὺς ἄ. to believe in, A.Supp. 924; διὰ τιμῆς ἄ. τινά, etc., Luc. Prom.Es4, etc.;τὸ πρᾶγμ' ἄ... ὡς παρ' οὐδέν S.Ant.34
;τὴν Ἀφροδίτην πρόσθ' ἄ. τοῦ Βακχίου E.Ba. 225
;τιμιώτερον ἄ. τινά Th.8.81
;εὐεργεσίας εἰς ἀχαριστίαν καὶ προπηλακισμὸν ἄ. D.18.316
:—with Adverbs, ;ἐντίμως ἄ. Pl.R. 528c
, etc.:—[voice] Pass., .VI draw down in the scale, hence, weigh, ἄ. μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς, etc., weigh a mina, 300 darics, etc., D.22.76, 24.129, cf. Philippid.9.4, etc.;ἄ. πλέον Arist.Pr. 931b15
;ἄ. σταθμόν Plu.2.96b
.VII on ἄγε, ἄγετε, v.s. vocc.B [voice] Med. ἄγομαι, carry away for oneself,χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι Od.10.35
; take with one, 6.58, E.Heracl. 808, etc.; of a ship's cargo, D.35.20; take to oneself,δῶρον Theoc.1.9
, cf. 11; take upon oneself,ἄγεσθαι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79.2 ἄγεσθαι γυναῖκα take to oneself a wife, Od.14.211;γυναῖκα ἄ. ἐς τὰ οἰκία Hdt.1.59
, etc.;ἄγεσθαί τινα ἐς δῶμα Hes.Th. 410
; simply ἄ. marry, Hdt.2.47, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. ἦγμαι is used in this med. sense, J.AJ14.12.1; of the father, bring home a wife for his son, Od.4.10, Hdt.1.34; of a brother, Od.15.238; of friends of the bridegroom and bride, Od.6.28, Hes.Sc. 274: later in [voice] Pass. of the wife, PGnom. 138 (ii A.D.). -
4 ἀέξω
a act. exalt, make to prosperὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.15
ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105
ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
b med., expand, be exalted ἀέξονται φρένας, ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες their spirits expand fr. 124. 11.c frag. εὐάμπυκες[ ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 1. ]ἀέξω[ P. Ox. 2448. fr. 14. -
5 ἀπήμαντος
1 free from painἀπήμαντον ἄγων βίοτον O. 8.87
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский